Στο φιλικό του Παναθηναϊκού με την Φενέρ οι εκπλήξεις ξεκίνησαν πριν καν το ματς. Στο άκουσμα της ενδεκάδας κιόλας, άρχισαν οι προσωπικές εκτιμήσεις και… προβλέψεις για το σύστημα. Λίγο πριν τη σέντρα οι περισσότεροι προδίκασαν πως θα βλέπαμε 3-5-2. Στην πορεία μάθαμε πως επρόκειτο για 3-4-2-1, αλλά η εικόνα μαρτύρησε μια παραλλαγή του, ένα ιδιότυπο 3-4-3 το οποίο στόχευε στο πλάτος και όχι το βάθος του γηπέδου καθώς οι Λουντ και Ιμπάρμπο έπαιζαν καθαρά ως «φτερά» και όχι «πλάτη» του Μπεργκ.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Στην προκειμένη περίπτωση έχει πολύ μεγάλη σημασία το αν η αγωνιστική συμπεριφορά των συγκεκριμένων δύο ποδοσφαιριστών ήταν αποτέλεσμα οδηγιών που δεν ακολούθησαν ή της μη εξοικείωσης με το νέο σύστημα. Κι αυτό διότι ο καθένας μπορεί εύκολα να αντιληφθεί πως ένα πράγμα είναι το να παίξουν –ας πούμε- οι Λέτο, Βιγιαφάνιες εκεί και άλλο ο Ιμπάρμπο ή ο Μπουμάλ, που διαθέτουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη πρόβλημα. Ίσα-ίσα, η ευκολία της διαφοροποίησης προσανατολισμού και διάταξης ανάλογα με τις απαιτήσεις κάθε παιχνιδιού είναι επιπλέον λύση για τον εμπνευστή του, τον Αντρέα Στραματσόνι.
Το θέμα σε κάθε διάταξη που ξεκινά με τριάδα στην άμυνα, είναι η… τριάδα στην άμυνα! Εκεί βρίσκεται όλο το ζουμί! Εάν δεν… δέσει το γλυκό, έχεις πρόβλημα. Επιπλέον, μια τέτοια μετάβαση δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Άλλωστε, καθόλου τυχαία, ο Ιβανόφ που εμφανίστηκε ως ο αδύναμος κρίκος στο αριστερό άκρο κόντρα στους Τούρκους, παραδέχτηκε πως δεν είχε παίξει ξανά στην καριέρα του με άλλους δύο στόπερ δίπλα του. Θα ήταν τέλειο για τον Παναθηναϊκό εάν διέθετε Κιελίνι-Μπαρτσάλι-Μπονούτσι στα μετόπισθεν, αλλά από τη στιγμή που αυτό δεν είναι δυνατό να συμβεί, μπορεί να… συμβιβαστεί με τον Σίλντενφελντ! Η απόφαση του Στραματσόνι να πορευτεί εν μέρει με τρεις πίσω αιτιολογεί το γιατί οι «πράσινοι» ψάχνουν στο πρόσωπο του Κροάτη την ιδανική -στο μέτρο του δυνατού- λύση, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται πολλή, μα πάρα πολλή δουλειά για να ανταποκριθούν άπαντες στις απαιτήσεις, αλλά εάν αυτό επιτευχθεί, μόνο υπέρ του τριφυλλιού θα λειτουργήσει.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος αφορά τη συμπεριφορά του Λεντέσμα. Ήταν ολοφάνερο πως ο Αργεντινός γινόταν σχεδόν αποκλειστικά ο πρώτος αποδέκτης της μπάλας κινούμενος (όταν ο Παναθηναϊκός ξεκινούσε επίθεση) δύο μέτρα μπροστά από τους στόπερ και διέθετε την άνεση και το ταλέντο να την προωθήσει σωστά, ψάχνοντας την απλή κοντινή μπαλιά ή ακόμη και την κάθετη, πιο ριψοκίνδυνη, όταν οι συνθήκες του επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Η μόνη ένσταση εδώ αφορά το γεγονός ότι εκ προοιμίου πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως οι πράσινοι θα «φορέσουν» το 3-4-2-1 στα δύσκολα ματς. Απέναντι θεωρητικά στους καλύτερους. Κόντρα σε ομάδες που πιθανότατα θα πιέσουν εντονότερα και περισσότερο, αφαιρώντας του την άνεση χρόνου που είχε κόντρα στους Τούρκους. Επομένως, η παρουσία του παρτενέρ του στα χαφ, αλλά και η συμμετοχή των πλάγιων φουλ μπακ στην ανάπτυξη καθίστανται στοιχεία απαραίτητα. Ίσως έτσι φαίνεται ακόμη πιο κατανοητή η προσέγγιση του Κυβρακίδη του Ατρομήτου, που έχει τέτοια χαρακτηριστικά, ως μπακ απ του Μέστο (ο οποίος αποδείχθηκε… Milf, μανούλα δηλαδή αλλά μιας κάποιας ηλικίας για να αντέξει όλη τη χρονιά στις απαιτήσεις της θέσης).
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής της φιλικής ήττας, φάνηκε αυτό που πολλοί ψιθυρίζουν και αρκετοί τολμούν να διατυπώσουν και με λίγο πιο δυνατή φωνή. Για πολλούς και διάφορους λόγους, όχι απαραίτητα πάντα τους σωστούς, ο φετινός Παναθηναϊκός μοιάζει πολύ πιο γεμάτος ως ρόστερ σε σχέση με όλες τις προηγούμενες χρονιές. Και μπορεί κάποιος να ψελλίσει «γιατί ρε παιδιά πήραμε δέκα εξτρέμ εκεί που δεν είχαμε ούτε για δείγμα και τελικά δεν ξεκίνησε κανένα στο πιο δυνατό φιλικό;», αυτό όμως δεν σημαίνει πως δε θα χρησιμοποιηθούν μέσα στη χρονιά τέτοιοι παίκτες, όπως για παράδειγμα ο Μπουμάλ, που ακόμα θα πρέπει να θεωρούνται απαραίτητα συστατικά της όποιας επιτυχίας του τριφυλλιού.
Σε όλον αυτόν το σχεδιασμό, καθοριστική μπορεί να αποβεί η επιλογή ενός παίκτη που αρχικά μπορεί να μην φαντάζει ιδιαίτερα σημαντική. Του αναπληρωματικού φορ. Η δυσκολία στην προσέγγιση ενός τέτοιου αποδεικνύει μάλλον και τους λεπτούς υπολογισμούς και την ξεχωριστή προσέγγιση που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Παίζοντας σε κάθε περίπτωση με ένα κλασικό φορ και έναν ή δύο περιφερειακούς, ουσιαστικά ψάχνεις για έναν… ρεπατζή του Μπεργκ. Εκείνον τον επιθετικό δηλαδή που θα μπορεί να συντηρεί τη σχέση του με το γκολ στα λίγα κατά τεκμήριο ματς στα οποία θα ξεκινήσει βασικός, που δεν θα μανουριάζει όταν θα γυαλίζει τον πάγκο και όταν θα κληθεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά στα παιχνίδια που θα έχουν στραβώσει, θα φροντίζει να δείχνει τα δόντια του αντί να νιαουρίζει. Έναν Πέτριτς δηλαδή, απλά αρκετά νεότερο. Πράγμα δύσκολο να βρεθεί δηλαδή, γεγονός που δικαιολογεί απόλυτα στο ότι αυτός ο τύπος με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και βιογραφικό δεν έχει «κλειδώσει» ακόμα και ίσως δεν τον δούμε καν την τρέχουσα περίοδο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.